Οδοποιία Β2


Η Ρώμη μέσα από τον Αστερίξ (Β2)

 

Αππία οδός: Ξεκκινεί από τη Ρώμη και κατευθύνεται νοτιοανατολικά

 

Τον 1ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το τσιμέντο, το οποίο εφευρέθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν ένα ισχυρό υλικό από pozzolana (λεπτή σκόνη πυριτίου-αλουμινίου) που σύντομα παραγκώνισε το μάρμαρο ως κύριο υλικό δόμησης και που επέτρεψε πολλά τολμηρά αρχιτεκτονικά σχέδια.

Το τσιμέντο επέτρεψε την κατασκευή των στρωμένων με πλάκες ρωμαϊκών δρόμων, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνταν χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης. Η κατασκευή ενός εκτενούς και αποτελεσματικού οδικού δικτύου κατά μήκος της Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις λεγεώνες να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, οι δρόμοι αυτοί είχαν τεράστια οικονομική σημασία, καθιστώντας τη Ρώμη σταυροδρόμι του εμπορίου, εξ’ ου και η φράση «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Η ρωμαϊκή κυβέρνηση διατηρούσε ανά τακτά διαστήματα σταθμούς, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι ταξιδιώτες. Επίσης κατασκεύασε γέφυρες όπου ήταν απαραίτητο και ίδρυσε ένα σύστημα ταχυμεταφορών που επέτρεπε σε μια αποστολή να κινείται με ταχύτητα 800 χλμ. σε 24 ώρες.

 

Ακόμα, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ένας από τους δύο πιο σημαντικούς δρόμους που ξεκινούσαν από την πρωτεύουσα Ρώμη ήταν η Via Egnatia, ουσιαστικά προέκταση της Via Traiana. Ξεκινώντας από τη Ρώμη και με νοτιοανατολική κατεύθυνση διέσχιζε την Απουλία (Puglie), μέχρι την παραθαλλάσια πόλη Γνάθια (Εgnazia) που βρισκόταν μεταξύ των πόλεων-λιμένων της Απουλίας Μπάρι και Μπρίντιζι και πιο συγκεκριμένα των πόλεων Monopoli και Fasano στις δυτικές πλευρές της Αδριατικής. Το επί ιταλικής χερσονήσου χερσαίο οδικό τμήμα ονομαζόταν Via Traiana προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού. Ακολουθούσε η υπερπόντια προέκτασή της από τη Γνάθια στην απέναντι ανατολική πλευρά της Αδριατικής την αρχαία Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, αποτελώντας ένα είδος πορθμείου μεταξύ των δυτικών και ανατολικών ακτών της Αδριατικής. Διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από την ανατολική Αδριατική ως τα Κύψελα, περνώντας από την Επίδαμνο (Δυρράχιο), Λυχνιδό (Οχρίδα), Ηράκλεια, Βεύη, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, Αμφίπολη, Φιλίππους, Τόπειρο, Μαξιμιανούπολη και Τραιανούπολη, συνδέοντας τη νότια Ιταλία και τη δυτική Μεσόγειο με το Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και τελικά την Ασία.

Όταν οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν έναν από τους πιο σημαντικούς δρόμους για να συνδέσουν την Αδριατική με τον Ελλήσποντο, δεν ξέφυγαν και πολύ από τα ίχνη του προρωμαϊκού δικτύου που εκτεινόταν ανάμεσα στις αδριατικές χώρες και στο Αιγαίο φθάνοντας, πιθανόν, μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που αναφέρει και ο Αριστοτέλης. Γι' αυτό δεν αποτελούν έκπληξη προϊστορικοί και μεταγενέστερων εποχών οικισμοί που αποκαλύπτουν οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων, με αφορμή τη χάραξη της σύγχρονης Εγνατίας Οδού. Ουσιαστικά αποτέλεσε για πάνω από 2000 χρόνια τον πρώτο οδικό άξονα όπως νοείται στις μέρες που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τύχη της Ρώμης και όλων των άλλων δυνάμεων που κυριάρχησαν στα Βαλκάνια. Ακόμα και πριν την κατασκευή της κατά την διάρκεια των πολέμων μεταξύ Μακεδόνων και Περσών ακολουθήθηκε πορεία παραπλήσια με την τελική πορεία της Εγνατίας Οδού.